-Πρέπει να έπρηξα κόσμο αυτόν τον μήνα με τη φράση “She didn’t defend herself as an artist” και πολλές από τις σκέψεις που πυροδότησε η ακρόασή της στο Finding Vivian Maier (2013), ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο μίας από τις σημαντικότερες φωτογράφους δρόμου. Η Βίβιαν Μάιερ ήταν μια μάλλον αλλόκοτη νταντά, δεν δούλεψε ποτέ ως φωτογράφος, δεν έκανε ποτέ κάποια έκθεση, πέθανε μόνη ανάμεσα σε αγνώστους, κουβαλώντας πάντα μαζί της μία Rolleiflex, με την οποία απαθανάτισε ακόμα και το τροχαίο στο οποίο ενεπλάκη ένα παιδί που πρόσεχε, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να δει τι έβγαζε όλη μέρα. Το έργο της ανακαλύφθηκε κατά τύχη μετά τον θάνατό της, από έναν παλαιοπώλη που προσπάθησε -και πέτυχε εν τέλει- να την καθιερώσει, αρμέγοντας και το τελευταίο αρνητικό που έφτασε στην κατοχή του. Η επίμαχη φράση ειπώθηκε από έναν κριτικό και αφορά την άρνηση της Μάιερ να κυνηγήσει με τον οποιονδήποτε τρόπο τη δημοσιοποίηση του έργου της. Ως βαθιά ιδιωτικός (και ιδιότροπος) άνθρωπος, δεν φαγώθηκε από τα κυκλώματα. Αντιθέτως, ούτε που τα προσέγγισε, και τα φιλμ της θα στοιχειώνονται πάντα από το γεγονός ότι δεν ήθελε να τα μοιραστεί με τον κόσμο. Αν θα άλλαζε γνώμη βλέποντας την ανταπόκριση ή αν έχει καν αυτό το δικαίωμα, στον αντίποδα κάποιου χρέους προς την Τέχνη, είναι ερωτήματα που μπορούμε να αμπελοφιλοσοφήσουμε για ώρες, αλλά ελάχιστη σχέση έχουν με το επίδικο της φράσης.
Δεν έτρεφα ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια ή λύπηση προς τους καλλιτέχνες που αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον, πιθανότατα διότι δεν συμμερίζομαι τη μεταξύ αστείου και σοβαρού φαντασίωση της παρεξηγημένης ιδιοφυίας που αυτές οι περιπτώσεις γέννησαν κι επιβιώνει μέχρι σήμερα. Μου φαίνεται γελοίο κάποιος να μεταβολίζει την απόρριψη, την αδιαφορία ή ακόμη και την απραγία ως κάτι που μοιράζεται με τον Βαν Γκογκ ή τον Κάφκα. Εντούτοις αντιλαμβάνομαι την εναλλαγή παθητικότητας κι ενεργητικότητας στην έκθεση, τους δισταγμούς όσον αφορά την αυτοπροβολή σε ένα πλαίσιο όπου σχεδόν όλοι φωνάζουν την παρουσία τους, και φυσικά τις προωθητικές αδυναμίες που μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει. Η υπεράσπιση του εαυτού ως καλλιτέχνη είναι η υπεράσπιση του έργου· όχι της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά του αποτελέσματος. Ο προσωπικός μόχθος, το ψυχικό κόστος, η προεργασία, ο απαιτούμενος χρόνος και ο βαθμός δυσκολίας ας μείνουν για την τεκμηρίωση. Το κοινό μπορεί να κρίνει μονάχα αυτό που του παρουσιάζεται, συνεπώς το χρέος του δημιουργού δεν περιορίζεται στο να φτιάξει, αλλά και να παρουσιάσει. Η υπεράσπιση συνίσταται στην υπέρβαση όλων αυτών που συνοψίζονται ως ντροπή και ανασφάλεια.
Αυτό προσπαθώ λοιπόν να κάνω, αυτό προσπαθώ να πείσω τους ανθρώπους μου να κάνουν, τα αποτελέσματα θα φανούν. Ομως δεν ήταν ο μόνος τρόπος που ήρθα σε πλήρη αντίθεση με τη Βίβιαν τη Μάιερ αυτόν τον Ιούνιο, καθώς αφού επισκεύασα μία φωτογραφική μηχανή Pax M4 του 1958, που βρήκα στην τελευταία μετακόμιση και μάλλον άνηκε στον παππού μου, κατάφερα να μην εμφανίσω ούτε μισή φωτογραφία από το πρώτο φιλμ της. Οπότε θα πρέπει να πάω λιγότερο κόντρα στη Βίβιαν και να υπερασπιστώ καλύτερα τον εαυτό μου και ως ερασιτέχνη φωτογράφο ή έστω ως φέρον κάμερα υποκείμενο.
-Ένας απ’ τους σκοπούς του Ιούνη ήταν να πέσω με τα μούτρα σε καλοκαιρινές ταινίες που κρατάω όλον τον χρόνο, αλλά με κάποιες εξαιρέσεις δεν τα πολυκατάφερα. Χαλάλι όμως, αφού αυτό με οδήγησε στο “Αστυ” και την Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο (A Vida Invisível), μία ταινία του 2019, από την οποία η αγαπημένη μου Χίμαιρα (2023) δανείστηκε τη διευθύντρια φωτογραφίας, την πρωταγωνίστρια και βασικά την ψυχή της -πράγματα αρκετά (αν και όχι οι μοναδικοί λόγοι) για να με αναγκάσουν να βγω από την αίθουσα με μεγάλη ταχύτητα και γυαλιά ηλίου. Δεν μπορώ να μιλήσω διεξοδικά για τα 140’ που με κοπάνησε σαν το χταπόδι, αλλά κρατάω το θέμα της “αόρατης ζωής” και του φόβου της, σαν μια πάσα για μια ταινία που είδα με κάποιες μέρες απόσταση, αλλά προκάλεσε παρόμοια υπαρξιακά· το The Belly of an Architect (1987) του Peter Greenaway.
Δεν έχω δει κάτι που έχει σκηνοθετήσει ο Γκρίναγουει χωρίς να αποσυντονίσει πλήρως τις σκέψεις μου για μέρες. Είναι η ματιά του, είναι τα μεγαλοπρεπή σκηνικά που προδίδουν το ζωγραφικό του παρελθόν, είναι η μουσική του Michael Nyman (εδώ των Wim Mertens και Glenn Branca) και πιο σημαντικά, είναι οι πρωταγωνιστές. Τραγικές φιγούρες, δέσμιες των επιθυμιών και του φόβου για μια ζωή που δεν ανταποκρίνεται σε αυτές, πάντα ευάλωτες στη φθορά. Αυτή η φθορά σχηματοποιείται στην κοιλιά του αρχιτέκτονα Κράκλαϊτ που καταφθάνει με τη σύζυγό του στη Ρώμη για να οργανώσει μία έκθεση προς τιμήν του Étienne-Louis Boullée, ενός αρχιτέκτονα που επηρέασε περισσότερο με τα σχέδια, παρά με τα κτήριά του. Εκεί, η υγεία και ο γάμος του πάνε κατά διαόλου, και ανάμεσα σε σχήματα ρωμαϊκών συνωμοσιών, πιατέλες με σύκα, μαρμάρινες μπανιέρες και διαπραγματεύσεις αρρενωπότητας, ο πρωταγωνιστής ταυτίζεται και αποκτά εμμονή αφενός με τον Μπουλέ κι αφετέρου με τον Οκταβιανό. Κατ’ επέκταση, σε πρώτο πλάνο μπαίνει η κληρονομιά τους, οι γυναίκες τους, οι θάνατοί τους και οι κοιλιές τους.
Μία από τις πρώτες συνδέσεις που έκανα ήταν ότι πρόκειται για μια “ευρωπαϊκή” εκδοχή του Synecdoche, New York (2008), καθώς αμφότερες φέρουν τον φόβο του μέτριου/μερικώς καταξιωμένου δημιουργού ότι έχει ξεπεραστεί και δεν άφησε κάτι πραγματικά άξιο λόγου, καθώς και την εργασιομανή απάντηση σε αυτόν τον φόβο, αλλά η φθορά των πρωταγωνιστών αρθρώνεται αρκετά διαφορετικά. Ο Κοτάρ (Κόταρντ; δεν θυμάμαι πώς προφέρεται) της Συνεκδοχής είναι ένα ζωντανό πτώμα που υποκύπτει στην εσωτερική και εξωτερική πίεση της χαμένης ιδιοφυίας, αναζητώντας το απόλυτο. Από την άλλη, ο Κράκλαϊτ εξεφτελίζεται και υπονομεύεται συνεχώς, δίχως συμμάχους πέραν της στιγμιαίας συμπάθειας αγνώστων, πηγαίνοντας κόντρα μέχρι το τέλος. Αμερικανός ανάμεσα στους Ευρωπαίους (με ό,τι αυτό σημαίνει στο συγκείμενο της ιστορίας τέχνης του 20ου αιώνα), Καίσαρας ανάμεσα στους συνωμότες, Αύγουστος πλάι στη Λιβία. Ο αρχιτέκτονας (και η κοιλιά του) ηττάται όπως οι μυθολογικοί ήρωες και οι μεγάλοι στρατηλάτες, διατηρώντας την έκφραση της νίκης, ακόμα και ενόσω ο ανδριάντας τους καταρρέει μπροστά στο Πάνθεον.
Για κάτι τέτοιους συμβολισμούς χρειαζόμαστε καλούς γλύπτες και καλύτερους αρχιτέκτονες. Κάτι πρέπει να νικάει τη φθορά, κάποιες ζωές πρέπει να γίνονται ορατές.
-Η λίστα του μήνα βρίθει από επισκέψεις σε κλασικές δισκογραφίες, βλέπει περισσότερα δάχτυλα σε πλήκτρα πιάνο απ’ ό,τι συνήθως, παρακολουθεί συναυλίες που άκουσα και συναυλίες που δεν άκουσα, ετοιμάζει βαλίτσες για ταξίδια που πήγα και για ταξίδια που δεν πήγα, και πάνω απ’ όλα αναρωτιέται πώς γίνεται να μην υπάρχει στο Spotify ούτε το γιαπωνέζικο “Careless Whisper” ούτε η σωστή εκτέλεση του “Ασφαλώς και δεν Πρέπει”.
-Θαυμασμός και ζήλεια για το “L’ acrostique d’ amour” των Asphixiation. Λίγο πεζό να σχηματίζεται έτσι η ακροστιχίδα του έρωτα, αλλά τι θα μπορούσε να είναι, πέρα από τη συμπύκνωση της προσφοράς του εαυτού στην (διόλου προστακτική) προστακτική που ζητά από τον εραστή να δρέψει τον πόθο που έσπειρε;
Αυτό είναι απλώς ένα παράδειγμα.
Fighting’s Useless Coolness King
Man Your Aching Really So Excruciating
Frank Understanding Compromises Kept
My Your Acrostic Really Something Else